Στρογγυλοκάθισα στην πολυθρόνα με το κεφάλι να ακουμπάει στο μαξιλαράκι που ήταν για στήριγμα, και έπειδη αποφεύγω να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη που ήταν μπροστά μου, σήκωσα τα μάτια και τα άφησα να περιπλανιούνται στο λεκιασμένο αλλά λευκό ταβάνι. Η κομμώτρια, έχωσε μια άσπρη πετσέτα μέσα απ`το γιακά του πουκαμίσου μου. Πήγε πίσω και το μόνο που άκουγα ήταν το πήγαινέλα του ξυραφιού πάνω στο λουρί ακονίσματος. Ήμουν σε βαθιά ακινησία. Μία άγνωστη που δεν μου είναι τίποτα και δεν της είμαι τίποτα μου άπλωνε τον αφρό ξυρίσματος στο λαιμό. Πλέον δεν καθόμουνα αλλά βυθιζόμουνα στο λεκιασμένο αλλά λευκό διάστημα. Και τότε φαντάστηκα πως είμαι ένα ανυπεράσπιστο θύμα στο έλεος μιας γυναίκας που είχε ένα καλά ακονισμένο ξυράφι.
8 comments:
και μη χειροτερα
είδες τι παιχνίδια κανει το μυαλό
πολύ ωραία η περιγραφή σου. Έχω κάνει κι εγώ παρόμοιες σκέψεις σε παρόμοιες καταστάσεις. Συνέχισε.
Σπλάτερ το κούρεμα στις μέρες μας.
:)
κατουρήθηκα,,
αχαχαχα άντε κ την επόμενη φορά, στον Κουρέα της οδού Φλι(ν)τ.
Αν φοραγε και ζαρτιερες, εισαι σε ταινια του Ταραντινο.
εβαλες ο θεος το χερι του και βγηκα ζωντανός απαυτη την κατασταση
Post a Comment